- λουθουνάρι
- το чирей, фурункул
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λουθουνάρι — το φλεγμονώδες εξάνθημα τού δέρματος, καλόγηρος, δοθιήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δοθηνάριον, υποκορ. τού δοθιήν, με τροπή τού δ σε λ ] … Dictionary of Greek
λουθουνάρι — το ιού, σπυρί, καλόγερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)